- ἀντιμεταλήψεις
- ἀντιμετάληψιςpartakingfem nom/voc pl (attic epic)ἀντιμετάληψιςpartakingfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιμετάληψις — ἀντιμετάληψις, η (Α) 1. συμμετοχή στο αντίθετο 2. φρ. «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, εμπειρία σε διάφορα είδη ζωής 3. (Γραμμ.) αμοιβαία αλλαγή δύο τύπων … Dictionary of Greek